- διερέθιση
- η (AM διερέθισις) [διερεθίζω]παρόξυνση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διερεθίσῃ — διερεθίσηι , διερέθισις excitation fem dat sg (epic) διερεθίζω provoke greatly aor subj mid 2nd sg διερεθίζω provoke greatly aor subj act 3rd sg διερεθίζω provoke greatly fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διερεθιστικός — ή, ό (Α διερεθιστικός, ή, όν) [διερεθίζω] αυτός που προκαλεί διερέθιση … Dictionary of Greek